τριποδηλάλος

τριποδηλάλος
ὁ, Μ
αυτός που μιλάει εμπνευσμένος από τον μαντικό τρίποδα, μάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, -οδος + λάλος «φλύαρος». Το -η- τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”